επαληθεύσιμος
[epaliˈθefsimos], επαληθεύσιμη, επαληθεύσιμοεπίθετο, ως επίθετο | Adjektiv adjOverview of all translations
(For more details, click/tap on the translation)
- nachweisbar, belegbarεπαληθεύσιμοςεπαληθεύσιμος
Thank you for your feedback!