επίσκοπος
[eˈpiskopos]αρσενικό και θηλυκό | Maskulinum und Femininum m/fOverview of all translations
(For more details, click/tap on the translation)
- Bischofαρσενικό | Maskulinum, männlich mεπίσκοποςBischöfinθηλυκό | Femininum, weiblich fεπίσκοποςεπίσκοπος