„επίκτητος“ επίκτητος [eˈpiktitos], επίκτητη, επίκτητοεπίθετο, ως επίθετο | Adjektiv adj Overview of all translations (For more details, click/tap on the translation) erworben, nicht angeboren erworben, nicht angeboren επίκτητος επίκτητος