επίδομα
[eˈpiðoma]ουδέτερο | Neutrum, sächlich nOverview of all translations
(For more details, click/tap on the translation)
- Zulageθηλυκό | Femininum, weiblich fεπίδομα πρόσθετη αμοιβήεπίδομα πρόσθετη αμοιβή
- Zuschussαρσενικό | Maskulinum, männlich mεπίδομα χρηματικό βοήθημαBeihilfeθηλυκό | Femininum, weiblich fεπίδομα χρηματικό βοήθημαεπίδομα χρηματικό βοήθημα
examples
- επίδομα αδείαςUrlaubsgeldουδέτερο | Neutrum, sächlich n
- επίδομα ανεργίαςArbeitslosengeldουδέτερο | Neutrum, sächlich nArbeitslosenhilfeθηλυκό | Femininum, weiblich f
- επίδομα γέννησης τέκνουElterngeldουδέτερο | Neutrum, sächlich n
hide examplesshow examples