επέμβαση
[eˈpemvasi]θηλυκό | Femininum, weiblich fOverview of all translations
(For more details, click/tap on the translation)
- Eingreifenουδέτερο | Neutrum, sächlich nεπέμβαση για βοήθειαεπέμβαση για βοήθεια
- Eingriffαρσενικό | Maskulinum, männlich mεπέμβαση ανάμειξηεπέμβαση ανάμειξη
- Operationθηλυκό | Femininum, weiblich fεπέμβαση εγχείρησηEingriffαρσενικό | Maskulinum, männlich mεπέμβαση εγχείρησηεπέμβαση εγχείρηση
- Einmischungθηλυκό | Femininum, weiblich fεπέμβαση σε ξένες υποθέσειςεπέμβαση σε ξένες υποθέσεις
- Interventionθηλυκό | Femininum, weiblich fεπέμβαση πολιτική | Politikπολιτ στρατιωτικός όρος | Militär, militärischστρατεπέμβαση πολιτική | Politikπολιτ στρατιωτικός όρος | Militär, militärischστρατ
examples
- επέμβαση εγκεφάλουGehirnchirurgieθηλυκό | Femininum, weiblich f
- επέμβαση προσώπουGesichtsoperationθηλυκό | Femininum, weiblich f