Greek-German translation for "επέμβαση"

"επέμβαση" German translation

επέμβαση
[eˈpemvasi]θηλυκό | Femininum, weiblich f

Overview of all translations

(For more details, click/tap on the translation)

  • Eingreifenουδέτερο | Neutrum, sächlich n
    επέμβαση για βοήθεια
    επέμβαση για βοήθεια
  • Eingriffαρσενικό | Maskulinum, männlich m
    επέμβαση ανάμειξη
    επέμβαση ανάμειξη
  • Operationθηλυκό | Femininum, weiblich f
    επέμβαση εγχείρηση
    Eingriffαρσενικό | Maskulinum, männlich m
    επέμβαση εγχείρηση
    επέμβαση εγχείρηση
  • Einmischungθηλυκό | Femininum, weiblich f
    επέμβαση σε ξένες υποθέσεις
    επέμβαση σε ξένες υποθέσεις
  • Interventionθηλυκό | Femininum, weiblich f
    επέμβαση πολιτική | Politikπολιτ στρατιωτικός όρος | Militär, militärischστρατ
    επέμβαση πολιτική | Politikπολιτ στρατιωτικός όρος | Militär, militärischστρατ
examples
  • επέμβαση εγκεφάλου
    Gehirnchirurgieθηλυκό | Femininum, weiblich f
    επέμβαση εγκεφάλου
  • επέμβαση προσώπου
    Gesichtsoperationθηλυκό | Femininum, weiblich f
    επέμβαση προσώπου

Tell us what you think!

Do you like the Langenscheidt online dictionary?

Many thanks for your review!

Do you have any feedback regarding our online dictionaries?

Is a translation missing, have you noticed a mistake, or do you just want to leave some positive feedback? Please fill out the feedback form. Giving an email address is optional and, under our privacy policy, used only to handle your enquiry.

Please confirm you are human by ticking the checkbox.*

*Mandatory field

Please fill in the fields marked *.

Thank you for your feedback!

Visit us at: