επέκταση
[eˈpektasi]θηλυκό | Femininum, weiblich fOverview of all translations
(For more details, click/tap on the translation)
- Erweiterungθηλυκό | Femininum, weiblich fεπέκταση γενεπέκταση γεν
- Expansionθηλυκό | Femininum, weiblich fεπέκταση πολιτική | Politikπολιτ εμπόριο | Handelεμπεπέκταση πολιτική | Politikπολιτ εμπόριο | Handelεμπ
- Ausdehnungθηλυκό | Femininum, weiblich fεπέκταση φωτιάς, επιδημίαςεπέκταση φωτιάς, επιδημίας
- Ausbauαρσενικό | Maskulinum, männlich mεπέκταση κτηρίουεπέκταση κτηρίου
- Verlängerungsschnurθηλυκό | Femininum, weiblich fεπέκταση ηλεκτρολογία | Elektrizität, Elektrotechnikηλεκτρεπέκταση ηλεκτρολογία | Elektrizität, Elektrotechnikηλεκτρ
examples
- επέκταση αρχείουDateiendungθηλυκό | Femininum, weiblich fDateierweiterungθηλυκό | Femininum, weiblich f
- επέκταση μνήμης ηλεκτρονικός υπολογιστής | Computerη/υSpeichererweiterungθηλυκό | Femininum, weiblich f
- επέκταση προς ανατολάςOsterweiterungθηλυκό | Femininum, weiblich f