„εξωστρεφής“ εξωστρεφής [eksostreˈfis], εξωστρεφής, εξωστρεφέςεπίθετο, ως επίθετο | Adjektiv adj Overview of all translations (For more details, click/tap on the translation) extrovertiert extrovertiert εξωστρεφής εξωστρεφής