εξυπνάκιας
[eksipˈnakjjas]αρσενικό και θηλυκό | Maskulinum und Femininum m/f <-ηδες> οικείο | umgangssprachlichοικOverview of all translations
(For more details, click/tap on the translation)
- Klugscheißerαρσενικό | Maskulinum, männlich m, -inθηλυκό | Femininum, weiblich fεξυπνάκιαςεξυπνάκιας