εξουσιάζω
[eksusiˈazo]μεταβατικό ρήμα | transitives Verb v/tOverview of all translations
(For more details, click/tap on the translation)
- beherrschenεξουσιάζω κάποιον, τα πάθη μουεξουσιάζω κάποιον, τα πάθη μου
Thank you for your feedback!