„εξουθενωτικός“ εξουθενωτικός [eksuθenotiˈkos], εξουθενωτική, εξουθενωτικόεπίθετο, ως επίθετο | Adjektiv adj Overview of all translations (For more details, click/tap on the translation) zermürbend zermürbend εξουθενωτικός εξουθενωτικός