„εξοπλίζομαι“: μεσοπαθητικό ρήμα εξοπλίζομαι [eksoˈplizome]μεσοπαθητικό ρήμα | mediopassives Verb v/mp Overview of all translations (For more details, click/tap on the translation) sich rüsten sich rüsten εξοπλίζομαι εξοπλίζομαι