εξοντώνω
[eksonˈdono]μεταβατικό ρήμα | transitives Verb v/tOverview of all translations
(For more details, click/tap on the translation)
- ausrotten, vernichtenεξοντώνωεξοντώνω
- liquidierenεξοντώνω πολιτική | Politikπολιτεξοντώνω πολιτική | Politikπολιτ