„εξομαλύνομαι“: μεσοπαθητικό ρήμα εξομαλύνομαι [eksomaˈlinome]μεσοπαθητικό ρήμα | mediopassives Verb v/mp Overview of all translations (For more details, click/tap on the translation) sich entspannen sich entspannen εξομαλύνομαι κατάσταση εξομαλύνομαι κατάσταση