εξοκέλλω
[eksoˈkjelo]αμετάβατο ρήμα | intransitives Verb v/iOverview of all translations
(For more details, click/tap on the translation)
- strandenεξοκέλλω ναυτικός όρος | Nautik, Schifffahrtναυτεξοκέλλω ναυτικός όρος | Nautik, Schifffahrtναυτ
- strauchelnεξοκέλλω μεταφορικά | in übertragenem Sinnμτφεξοκέλλω μεταφορικά | in übertragenem Sinnμτφ