„εξοικείωση“: θηλυκό εξοικείωση [eksiˈkjiosi]θηλυκό | Femininum, weiblich f Overview of all translations (For more details, click/tap on the translation) Eingewöhnung Eingewöhnungθηλυκό | Femininum, weiblich f εξοικείωση εξοικείωση