εξογκώνω
[eksoŋˈgono]μεταβατικό ρήμα | transitives Verb v/tOverview of all translations
(For more details, click/tap on the translation)
- anschwellenεξογκώνω αυξάνω τον όγκοεξογκώνω αυξάνω τον όγκο
- aufbauschenεξογκώνω μεγαλοποιώ μεταφορικά | in übertragenem Sinnμτφεξογκώνω μεγαλοποιώ μεταφορικά | in übertragenem Sinnμτφ