„εξογκωμένος“ εξογκωμένος [eksoŋgoˈmenos], εξογκωμένη, εξογκωμένοεπίθετο, ως επίθετο | Adjektiv adj Overview of all translations (For more details, click/tap on the translation) wulstig wulstig εξογκωμένος εξογκωμένος