„εξιστόρηση“: θηλυκό εξιστόρηση [eksisˈtorisi]θηλυκό | Femininum, weiblich f Overview of all translations (For more details, click/tap on the translation) Schilderung Schilderungθηλυκό | Femininum, weiblich f εξιστόρηση εξιστόρηση