„εξιδανίκευση“: θηλυκό εξιδανίκευση [eksiðaˈnikjefsi]θηλυκό | Femininum, weiblich f Overview of all translations (For more details, click/tap on the translation) Idealisierung Idealisierungθηλυκό | Femininum, weiblich f εξιδανίκευση εξιδανίκευση