„εξημερώνω“: μεταβατικό ρήμα εξημερώνω [eksimeˈrono]μεταβατικό ρήμα | transitives Verb v/t Overview of all translations (For more details, click/tap on the translation) zähmen, domestizieren zähmen, domestizieren εξημερώνω ζώο εξημερώνω ζώο