εξημερωμένος
[eksimeroˈmenos], εξημερωμένη, εξημερωμένοεπίθετο, ως επίθετο | Adjektiv adjOverview of all translations
(For more details, click/tap on the translation)
- domestiziertεξημερωμένος ζώοεξημερωμένος ζώο
Thank you for your feedback!