εξεύρεση
[eˈksevresi]θηλυκό | Femininum, weiblich fOverview of all translations
(For more details, click/tap on the translation)
- Beschaffungθηλυκό | Femininum, weiblich fεξεύρεσηAusfindigmachenουδέτερο | Neutrum, sächlich nεξεύρεσηεξεύρεση