„εξευτελισμός“: αρσενικό εξευτελισμός [ekseftelizˈmos]αρσενικό | Maskulinum, männlich m Overview of all translations (For more details, click/tap on the translation) Erniedrigung Erniedrigungθηλυκό | Femininum, weiblich f εξευτελισμός εξευτελισμός