„εξευγενισμός“: αρσενικό εξευγενισμός [eksevjenizˈmos]αρσενικό | Maskulinum, männlich m Overview of all translations (For more details, click/tap on the translation) Verfeinerung Verfeinerungθηλυκό | Femininum, weiblich f εξευγενισμός εξευγενισμός