„εξελιγμένος“ εξελιγμένος [ekseliɣˈmenos], εξελιγμένη, εξελιγμένοεπίθετο, ως επίθετο | Adjektiv adj Overview of all translations (For more details, click/tap on the translation) anspruchsvoll, gehoben anspruchsvoll, gehoben εξελιγμένος εξελιγμένος