„εξειδίκευση“: θηλυκό εξειδίκευση [eksiˈðikjefsi]θηλυκό | Femininum, weiblich f Overview of all translations (For more details, click/tap on the translation) Spezialausbildung Spezialausbildungθηλυκό | Femininum, weiblich f εξειδίκευση εξειδίκευση