„εξεγείρω“: μεταβατικό ρήμα εξεγείρω [ekseˈjiro]μεταβατικό ρήμα | transitives Verb v/t Overview of all translations (For more details, click/tap on the translation) hetzen, aufwiegeln hetzen, aufwiegeln (σε zu) εξεγείρω εξεγείρω