„εξατμίζομαι“: μεσοπαθητικό ρήμα εξατμίζομαι [eksatˈmizome]μεσοπαθητικό ρήμα | mediopassives Verb v/mp Overview of all translations (For more details, click/tap on the translation) verdunsten, verdampfen verdunsten, verdampfen εξατμίζομαι εξατμίζομαι