„εξασκώ“: μεταβατικό ρήμα εξασκώ [eksasˈko]μεταβατικό ρήμα | transitives Verb v/t Overview of all translations (For more details, click/tap on the translation) üben, ausüben, anwenden üben εξασκώ νου, μνήμη εξασκώ νου, μνήμη ausüben εξασκώ επάγγελμα, επιρροή εξασκώ επάγγελμα, επιρροή anwenden εξασκώ βία εξασκώ βία