εξασθενώ
[eksasθeˈno]αμετάβατο ρήμα | intransitives Verb v/iOverview of all translations
(For more details, click/tap on the translation)
- sich abschwächenεξασθενώ χάνω τις δυνάμεις μουεξασθενώ χάνω τις δυνάμεις μου
- abnehmen, nachlassenεξασθενώ αέραςεξασθενώ αέρας
- verhallenεξασθενώ ήχοςεξασθενώ ήχος