εξασθένηση
[eksasˈθenisi]θηλυκό | Femininum, weiblich fOverview of all translations
(For more details, click/tap on the translation)
- Schwächungθηλυκό | Femininum, weiblich fεξασθένηση του οργανισμούεξασθένηση του οργανισμού
- Abnahmeθηλυκό | Femininum, weiblich fεξασθένηση μείωση μεταφορικά | in übertragenem SinnμτφNachlassenουδέτερο | Neutrum, sächlich nεξασθένηση μείωση μεταφορικά | in übertragenem Sinnμτφεξασθένηση μείωση μεταφορικά | in übertragenem Sinnμτφ
- Dämpfungθηλυκό | Femininum, weiblich fεξασθένηση τηλεόραση | Fernsehenτηλεξασθένηση τηλεόραση | Fernsehenτηλ