„εξαργυρώνω“: μεταβατικό ρήμα εξαργυρώνω [eksarjiˈrono]μεταβατικό ρήμα | transitives Verb v/t Overview of all translations (For more details, click/tap on the translation) einlösen einlösen εξαργυρώνω επιταγή εξαργυρώνω επιταγή