εξαντλούμαι
[eksandˈlume]μεσοπαθητικό ρήμα | mediopassives Verb v/mpOverview of all translations
(For more details, click/tap on the translation)
- εξαντλούμαι κουράζομαι
- vergriffen seinεξαντλούμαι έκδοση βιβλίουεξαντλούμαι έκδοση βιβλίου