εξανεμίζομαι
[eksaneˈmizome]μεσοπαθητικό ρήμα | mediopassives Verb v/mpOverview of all translations
(For more details, click/tap on the translation)
- zerrinnen, verfliegenεξανεμίζομαι χρόνοεξανεμίζομαι χρόνο
- dahinschwindenεξανεμίζομαι ελπίδα, σχέδια, πλούτοεξανεμίζομαι ελπίδα, σχέδια, πλούτο