„εξακόντιση“: θηλυκό εξακόντιση [eksaˈkondisi]θηλυκό | Femininum, weiblich f Overview of all translations (For more details, click/tap on the translation) Schleudern Schleudernουδέτερο | Neutrum, sächlich n εξακόντιση εξακόντιση