„εξακριβώσιμος“ εξακριβώσιμος [eksakriˈvosimos], εξακριβώσιμη, εξακριβώσιμοεπίθετο, ως επίθετο | Adjektiv adj Overview of all translations (For more details, click/tap on the translation) nachprüfbar nachprüfbar εξακριβώσιμος εξακριβώσιμος