„εξαιρούμαι“: μεσοπαθητικό ρήμα εξαιρούμαι [ekseˈrume]μεσοπαθητικό ρήμα | mediopassives Verb v/mp Overview of all translations (For more details, click/tap on the translation) ausgenommen sein ausgenommen sein εξαιρούμαι εξαιρούμαι