„εξαγωγέας“: αρσενικό και θηλυκό εξαγωγέας [eksaɣoˈjeas]αρσενικό και θηλυκό | Maskulinum und Femininum m/f Overview of all translations (For more details, click/tap on the translation) Exporteur Exporteurαρσενικό | Maskulinum, männlich m, -inθηλυκό | Femininum, weiblich f εξαγωγέας εξαγωγέας