„εξαγριώνω“: μεταβατικό ρήμα εξαγριώνω [eksaɣriˈono]μεταβατικό ρήμα | transitives Verb v/t Overview of all translations (For more details, click/tap on the translation) wütend machen wütend machen εξαγριώνω εξαγριώνω