„εξαγριωμένος“ εξαγριωμένος [eksaɣrioˈmenos], εξαγριωμένη, εξαγριωμένοεπίθετο, ως επίθετο | Adjektiv adj Overview of all translations (For more details, click/tap on the translation) wutschnaubend wutschnaubend εξαγριωμένος εξαγριωμένος