„εξαγγέλλω“: μεταβατικό ρήμα εξαγγέλλω [eksaŋˈgjelo]μεταβατικό ρήμα | transitives Verb v/t Overview of all translations (For more details, click/tap on the translation) verkünden verkünden εξαγγέλλω εξαγγέλλω