εξάτμιση
[eˈksatmisi]θηλυκό | Femininum, weiblich fOverview of all translations
(For more details, click/tap on the translation)
- Verdunstungθηλυκό | Femininum, weiblich fεξάτμιση υγρούVerdampfungθηλυκό | Femininum, weiblich fεξάτμιση υγρούεξάτμιση υγρού
- Auspuffαρσενικό | Maskulinum, männlich mεξάτμιση αυτοκίνητο | Autoαυτοκεξάτμιση αυτοκίνητο | Autoαυτοκ
examples
- εξατμίσειςπληθυντικός | Plural plAusdünstungθηλυκό | Femininum, weiblich f