εξάσκηση
[eˈksaskjisi]θηλυκό | Femininum, weiblich fOverview of all translations
(For more details, click/tap on the translation)
- Praktizierenουδέτερο | Neutrum, sächlich nεξάσκηση πρακτική εφαρμογήεξάσκηση πρακτική εφαρμογή
- (Aus-)Übungθηλυκό | Femininum, weiblich fεξάσκηση επαγγέλματοςεξάσκηση επαγγέλματος
- Übungθηλυκό | Femininum, weiblich fεξάσκηση στο πιάνοεξάσκηση στο πιάνο
- Praktikumουδέτερο | Neutrum, sächlich nεξάσκηση για την εκμάθηση επαγγέλματοςεξάσκηση για την εκμάθηση επαγγέλματος
examples
- εξάσκηση του εγκεφάλουGehirnakrobatikθηλυκό | Femininum, weiblich f