„εξάγωνο“: ουδέτερο εξάγωνο [eˈksaɣono]ουδέτερο | Neutrum, sächlich n Overview of all translations (For more details, click/tap on the translation) Sechseck Sechseckουδέτερο | Neutrum, sächlich n εξάγωνο εξάγωνο