„ενυδρίδα“: θηλυκό ενυδρίδα [eniˈðriða]θηλυκό | Femininum, weiblich f Overview of all translations (For more details, click/tap on the translation) Otter Otterαρσενικό | Maskulinum, männlich m ενυδρίδα ενυδρίδα