„εντωμεταξύ“: επίρρημα εντωμεταξύ [endometaˈksi]επίρρημα | Adverb adv Overview of all translations (For more details, click/tap on the translation) εντωμεταξύ → see „μεταξύ“ εντωμεταξύ → see „μεταξύ“