„εντυπώνω“: μεταβατικό ρήμα εντυπώνω [endiˈpono]μεταβατικό ρήμα | transitives Verb v/t Overview of all translations (For more details, click/tap on the translation) eindrücken, stanzen eindrücken εντυπώνω εντυπώνω stanzen εντυπώνω τρύπες εντυπώνω τρύπες