εντυπωσιασμένος
[endiposiazˈmenos], εντυπωσιασμένη, εντυπωσιασμένοεπίθετο, ως επίθετο | Adjektiv adjOverview of all translations
(For more details, click/tap on the translation)
- beeindrucktεντυπωσιασμένοςεντυπωσιασμένος
Thank you for your feedback!