εντεταλμένος
[endetalˈmenos]επίθετο, ως επίθετο | Adjektiv adj, εντεταλμένη, εντεταλμένοOverview of all translations
(For more details, click/tap on the translation)
- beauftragtεντεταλμένοςεντεταλμένος
εντεταλμένος
[endetalˈmenos]αρσενικό και θηλυκό | Maskulinum und Femininum m/fOverview of all translations
(For more details, click/tap on the translation)