„εντάσσω“: μεταβατικό ρήμα εντάσσω [enˈdaso]μεταβατικό ρήμα | transitives Verb v/t Overview of all translations (For more details, click/tap on the translation) einordnen, eingliedern einordnen, eingliedern (σε in+αιτιατική | +Akkusativ +akk) εντάσσω εντάσσω